- ὕαιναι
- ὕαιναhyenafem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… … Dictionary of Greek
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek